στυπτηριώδει

στυπτηριώδει
στυπτηριώδης
like
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
στυπτηριώδης
like
masc/fem/neut dat sg
στυπτηριώδεϊ , στυπτηριώδης
like
dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάθαρμα — το (AM κάθαρμα) 1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία 2. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος αρχ. 1. στον πληθ. τὰ καθάρματα τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων τής θυσίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”